Μία από τις πιο δημοφιλείς μορφές του Instagram είναι ο βοσκός Νίκος Κέλλας, που επιμένει να στοχάζεται πάνω στον τρόπο που ζούμε, σκεφτόμαστε και τρώμε, αλλά και που επιστρέφουμε στη φωτιά – μια μοντέρνα τάση ή μια αρχέγονη συνήθεια;
Στα ψηλά βουνά της Πίνδου, κάτω από τα επιβλητικά έλατα και δίπλα από τα λαγαρά νερά, ο Νίκος Κέλλας είναι μπροστάρης στο δικό του βασίλειο, στον υψηλότερο θρόνο που είναι το μαντρί του και στους ακολούθους του, την αρχέγονη φυλή των καλαρρύτικων προβάτων του, τα οποία φροντίζει συνεχίζοντας μια κτηνοτροφική παράδοση αιώνων.
Οι Βλάχοι, που έζησαν στην περιοχή κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές τα μυστικά όχι μόνο της κτηνοτροφίας, αλλά και ενός ελεύθερου τρόπου ζωής καθώς ήταν ανέκαθεν φιλομαθείς και ταξιδευτές, του πέρασαν το μικρόβιο της μάθησης και της μεγάλης αγάπης για τον τόπο. Γι’ αυτό, αφού σπούδασε Οικονομικά και Μάρκετινγκ στη Φινλανδία, στη Ρωσία και την Ελβετία ο Νίκος Κέλλας αποφάσισε να επιστρέψει για να συνεχίσει την οικογενειακή κτηνοτροφική παράδοση με σεβασμό στη φύση, στην πρώτη ύλη και σε όλο το οικοσύστημα όχι μόνο της περιοχής των Τρικάλων αλλά και της Ελλάδας.
Αυτή τη βλάχικη αυθεντικότητα και υπογραφή την έχει μετατρέψει σε ουσιαστική σοφία και καθημερινή πηγή έμπνευσης για τους χιλιάδες ακολούθους του στο Instagram, όπου κάνει αναρτήσεις για όλα όσα σκέφτεται γύρω από τον ουσιαστικό μας πολιτισμό που δεν είναι παρά ο τρόπος που ζούμε, που αναπτύσσουμε σχέσεις τόσο μεταξύ μας όσο και με τη φύση, που τρώμε και πίνουμε.
«Εμείς οι Βλάχοι και όλοι, θέλω να πιστεύω, οι λογικοί άνθρωποι, όταν λέμε θα ψήσουμε, εννοούμε το αυτονόητο, πως θα ψήσουμε με τη θερμότητα που βγάζει η θράκα στη συγκεκριμένη περίπτωση», δηλώνει σχετικά όταν η συζήτηση έρχεται στο αρχέγονο θέμα της φωτιάς και της καταγωγής του.
Σε αυτή τη λογική και σε αυτή την κανονικότητα επιμένει να επιστρέφει ο ίδιος υποστηρίζοντας πως αρκεί να ακολουθήσουμε «την ελληνική διατροφική πρόταση» όσον αφορά τη φωτιά. «Η χώρα μας αποτελούσε και ως έναν βαθμό αποτελεί και σήμερα το παγκόσμιο πρότυπο στη διατροφή και κατ’ επέκταση στην υγεία μας, στις αυθεντικές γεύσεις, αλλά και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της θρέψης των δικών μας πρώτων υλών και άρα τροφίμων». Και αυτό είναι κάτι που αφορά, όπως λέει, το μέλλον όλων μας, «αφού το κόστος των επιλογών μας έχει οδηγήσει την πλειονότητα της κτηνοτροφίας σε αφύσικες παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες εκτός από την ίδια τη διατροφή μας επιβαρύνουν όλη την παραγωγική στόχευση της χώρας μας, παράγοντας ζωοτροφές και όχι “ανθρωποτροφές”.
Έχουν δημιουργηθεί γενετικά ράτσες ζώων που μπορούν να ζήσουν και να παράξουν μόνο σε συνθήκες σταβλισμού, εντατικής εκμετάλλευσης και προληπτικής φαρμακευτικής αγωγής, ζώντας με αντιβιώσεις και παράγοντας ορμόνες, κάτι τραγικό», όπως λέει, «και λυπηρό για τα ίδια τα ζώα πρωτίστως και ύστερα για εμάς που επιμένουμε σε τέτοιες αδιέξοδες πρακτικές. Το χειρότερο δε όλων είναι ότι με όλα αυτά επιβαρύνεται το περιβάλλον, λες και εμείς ζούμε κάπου αλλού και ότι καλλιεργούμε για να ταΐσουμε και όχι για να φάμε, ότι καλλιεργούμε για να μπορούμε να έχουμε τα ζώα μας σε συνθήκες περιορισμού και εντατικής πάχυνσης».
Γι’ αυτό επιμένει, με πόνο ψυχής, πως χρειάζεται να διεκδικήσουμε κάτι καλύτερο ως Ελλάδα από την παρούσα αγροδιατροφική κατάσταση. Είναι τρομερό να μην μπορούμε να έχουμε ως χώρα την παραγωγή που χρειάζεται και να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες. Πιστεύει, άλλωστε, ότι το ψεύτικο, όσο και να καλύπτεται από διάφορα εντυπωσιακά φτιασίδια, φαίνεται, γιατί «πόση χωριάτικη μέσα στον χειμώνα με “φέτα” μπορείς να παραγγείλεις και πόσο φρέσκο ψαράκι θες να σου σερβίρουν στην ηπειρωτική χώρα και πόση μπριζόλα μοσχαρίσια εισαγωγής δίπλα στο κύμα; Πόσα φασόλια κονσέρβα με το ζουμί της συσκευασίας στο πιάτο κιόλας; Πόσο αβοκάντο και άλλα εξωτικά “υγιεινά” θα ζητήσεις, υπνωτισμένος από τη διαφήμιση; Πόσο τσίπουρο ντόπιο, μπόμπα, αντέχεις;
Πόσο κρασί “δικό τους”, ξίδι, μπορείς να πιεις; Πόσα ορεινά και νησιώτικα τυριά παράγονται μέσα στον χειμώνα από ζώα που βόσκουν… στις φωτογραφίες; Πόση πίτα με “χειροποίητο” φύλλο όλο παράδοση υπάρχει; Πόσο χοιρινό σε όλες τις εκφάνσεις του μπορείς να φας; Πόσους “ντόπιους” του Σαββατοκύριακου και της αρπαχτής, που σου κάνουν και τη χάρη που σε υποδέχονται στο χωριό τους, γνωρίζεις;
Πού πήγε η λογική στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας; Είναι δυνατόν νέοι επιστήμονες να μας υποδεικνύουν ότι πρέπει να δημιουργήσουμε μια φάρμα παραγωγής εντόμων δίπλα στον ορνιθώνα για να ταΐζουμε τις κότες, αντί να δημιουργήσουμε φυσικούς βοσκοτόπους ώστε οι κότες να είναι πραγματικά ελευθέρας βοσκής αλλά και να μπορούν να βρίσκουν τα απαραίτητα έντομα για τη διατροφή τους με φυσικό τρόπο και φυσική συμπεριφορά; Μπορούμε να παράγουμε καλύτερο γάλα, καλύτερο τυρί, καλύτερο αυγό και καλύτερο κρέας.
Σημαντικό, στο σημείο αυτό, είναι να προασπιστούμε τη μετακινούμενη κτηνοτροφία, η οποία είναι μια σοβαρή παράδοση, είναι η αληθινή Ελλάδα και θα μπορούσε να γίνει και η εικόνα της αυθεντικής φιλοξενίας μας, όπως ήταν και στο παρελθόν. Παλιότερα οι σοφοί και οι λογικοί άνθρωποι μιμούνταν και σέβονταν τη φύση, ενώ εμείς οδηγηθήκαμε σε αδιέξοδους τρόπους παραγωγής και διατροφής. Είναι τόσο απλό, τι δεν καταλαβαίνουμε και θέλουμε να ακολουθήσουμε τις παγκόσμιες, υπαγορευμένες, ίσως και καθοδηγούμενες, τάσεις;», αναρωτιέται, προφανώς με ρητορικό τρόπο.
Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν κάποιοι ελάχιστοι, όπως ο ίδιος, που επιμένουν ότι μπορούμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση και να στηρίξουμε τους παραγωγούς που επιμένουν, κόντρα στη μαζική λογική των ημερών. Να μην τους αφήνουμε στο έλεός τους.
Όλα αυτά πιστεύει πως οφείλουμε να τα σκεφτούμε για να βρούμε τον ουσιαστικό, ποιοτικό και όχι ποσοτικό τρόπο ζωής, καθώς τα τρόφιμά μας πρέπει να «μιλάνε» για τον τόπο τους, όπως αντίστοιχα η ράτσα των προβάτων, όσον αφορά την περίπτωσή του, «πρέπει να “μιλάει” για την αρωματική και θρεπτική βόσκηση, για τα καθαρά και κρυστάλλινα νερά, για τον αέρα και την ομορφιά των φυσικών βοσκοτόπων μας».
Γι’ αυτό ισχυρίζεται πως χρειάζεται να αναζητήσουμε και να βρούμε τις δικές μας οάσεις, «παραγωγικές οάσεις λογικής και γεύσης που πρέπει να στηριχτούν ως πολύτιμες αγροδιατροφικές προσπάθειες φιλοξενίας και πολιτισμού», με αυτή τη γενναιοδωρία και την ανοιχτοσύνη που χαρακτηρίζουν το ελληνικό σύμπαν, γιατί, όπως τονίζει, «αυτός ο τόπος ο αγνός μπορεί να δώσει πολλά ξανά, θέλει όμως ανθρώπους που να το πιστέψουν και να δουλέψουν». Άλλωστε, όπως λέει, «δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν έχουμε άλλο δρόμο, πρέπει να διαφοροποιηθούμε για να υπάρξουμε».
Το παράδειγμά του, πάντως, φανερώνει από μόνο του μπροστά, όσο βαρύ και αν είναι το τίμημα που καλείται να καταβάλλει.
Η αγάπη του Νίκου Κέλλα για ό,τι μας περιβάλλει και η επιμονή του να το κάνει με τους όρους του είναι μια ολοφάνερη ένδειξη ότι «η Ελλάδα είναι έξω και βόσκει, αυτή η Ελλάδα δημιούργησε την υπεραξία». Και αυτή η παρηγοριά, όπως έλεγε και ο ποιητής, αρκεί.
protothema.gr